- εμπειριαρχία
- ηη εμπειριοκρατία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπειριαρχία — η (φιλοσ.), γνωσιολογικό σύστημα, που δέχεται ότι κύρια πηγή της γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία (βλ. λ., 3), εμπειριοκρατία, εμπειρισμός, εμπειρική θεωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπειρισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι,… … Dictionary of Greek
εμπειριοκρατία — η η εμπειριαρχία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπειρισμός — ο 1. το να είναι κανείς εμπειρικός (βλ. λ.) ή το να γίνεται κάτι με την πείρα μόνο, χωρίς επιστημοσύνη. 2. (φιλοσ.), η εμπειριαρχία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)